-
1 περι-πλάσσω
περι-πλάσσω, att. - ττω, herum, darüber kleben, anthun; περίπλασον αὐτοῖς ἔξωϑεν ἑνὸς εἰκόνα, Plat. Rep. IX, 588 d; περιπεπλασμέναι ψιμυϑίοις, geschminkt, Eubul. bei Ath. XIII, 557 e.
1 περι-πλάσσω
περι-πλάσσω, att. - ττω, herum, darüber kleben, anthun; περίπλασον αὐτοῖς ἔξωϑεν ἑνὸς εἰκόνα, Plat. Rep. IX, 588 d; περιπεπλασμέναι ψιμυϑίοις, geschminkt, Eubul. bei Ath. XIII, 557 e.